επιστρεπτικός — ἐπιστρεπτικός, ή, όν (AM) [επιστρέφω] αυτός που έχει τη δύναμη να επιστρέψει, να αλλάξει κατεύθυνση 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιστρεπτικόν αλλαγή κατεύθυνσης, επιστροφή μσν. αυτός που συντελεί ώστε να μετανοήσει κάποιος («ἔνθα μὲν φίλος ἐλέγχει,… … Dictionary of Greek
προεπιστρεπτικός — ή, όν, Α αυτός που οδηγεί σε μεταστροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐπιστρεπτικός «αυτός που έχει τη δυνατότητα να αλλάξει κατεύθυνση, αυτός που συντελεί ώστε να μετανοήσει κάποιος»] … Dictionary of Greek
πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα … Dictionary of Greek
Βιτάλιος — I (τέλη 4ου αι. μ.Χ.). Επίσκοπος Αντιοχείας. Οπαδός του Απολλινάριου, έχαιρε μεγάλης εκτίμησης στην Αντιόχεια και γι’ αυτό χειροτονήθηκε ιερέας. Το 375 πήγε στη Ρώμη και επέδωσε στον επίσκοπο Ρώμης Δάμασο ομολογία πίστης, η οποία, αν και περιείχε … Dictionary of Greek
Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… … Dictionary of Greek
Ιωήλ — Βιβλικό πρόσωπο. Από μερικές ενδείξεις του βιβλίου που του αποδίδεται φαίνεται ότι καταγόταν από την Ιουδαία και έδρασε στην Ιερουσαλήμ. Στο μικρό αυτό βιβλίο ο προφήτης, χρησιμοποιώντας ως αφορμή την εμφάνιση χιλιάδων ακρίδων σε συνδυασμό με τη… … Dictionary of Greek